κριβανωτός

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κριβᾰνωτός Medium diacritics: κριβανωτός Low diacritics: κριβανωτός Capitals: ΚΡΙΒΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kribanōtós Transliteration B: kribanōtos Transliteration C: krivanotos Beta Code: kribanwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A baked in a κρίβανος, hence κριβανωτός (sc. ἄρτος), ὁ, Alcm.20 (codd. Ath.), Ar.Pl.765; κ. ζῷα Eust.1286.19.

German (Pape)

[Seite 1508] = κριβανίτης; Alcm. bei Ath. III, 114 f; Eust.; Ar. Plut. 765.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· ἐντεῦθεν κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. κριβανίτης)· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit dans un four de campagne ; subst.κριβανωτός (ἄρτος) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étymologie: κρίβανος.

Greek Monolingual

κριβανωτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κλιβανωτός.

Greek Monotonic

κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν = κριβανίτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρῑβᾰνωτός: ὁ (sc. ἄρτος) Arph. = κριβανίτης II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός ( sc. ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos).

Middle Liddell

κρῑβᾰνωτός, ή, όν = κριβανίτης, Ar.]