κυβισμός

From LSJ
Revision as of 13:14, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβισμός Medium diacritics: κυβισμός Low diacritics: κυβισμός Capitals: ΚΥΒΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kybismós Transliteration B: kybismos Transliteration C: kyvismos Beta Code: kubismo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. A cubing: making into a solid, Theol.Ar.36.

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

κυβισμός: ὁ, ἡ ἀνύψωσις ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.

Greek Monolingual

ο (Α κυβισμός) κυβίζω
ανύψωση αριθμού στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. υπολογισμός όγκου σε κυβικά μέτρα
2. καλλιτεχνική τάση που εμφανίστηκε το 1906 και κατά την οποία ο πίνακας ή το γλυπτό αντιμετωπίζονται ως πλαστικά δημιουργήματα άσχετα με την άμεση μίμηση τών σχημάτων της φύσης
3. τεχνολ. (εσφ. όρος) βλ. κυλινδρισμός.