μείωμα

From LSJ
Revision as of 14:59, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείωμα Medium diacritics: μείωμα Low diacritics: μείωμα Capitals: ΜΕΙΩΜΑ
Transliteration A: meíōma Transliteration B: meiōma Transliteration C: meioma Beta Code: mei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειόω) A curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.

Greek (Liddell-Scott)

μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.

Greek Monolingual

μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).

Russian (Dvoretsky)

μείωμα: ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. εἴκοσι μνᾶς Xen.).

Middle Liddell

μείωμα, ατος, τό, μειόω
curtailment:—a fine, Xen.