μελάνσπερμον
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: μελάνσπερμον | Medium diacritics: μελάνσπερμον | Low diacritics: μελάνσπερμον | Capitals: ΜΕΛΑΝΣΠΕΡΜΟΝ |
Transliteration A: melánspermon | Transliteration B: melanspermon | Transliteration C: melanspermon | Beta Code: mela/nspermon |
τό, A = μελάνθιον, Dsc.Eup.2.97.
[Seite 120] τό, Schwarzsame, eine Pflanze, = μελάνθιον, Sp.
ου (τό) :
nielle, plante.
Étymologie: μέλας, σπέρμα.
μελάνσπερμον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό μελάνθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σπέρμα.