μυξοποιός
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
όν, A producing mucus, Hp.Art.40, Aret. SD2.4.
German (Pape)
[Seite 218] Rotz, Schleim verursachend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μυξοποιός: -όν, ὁ παράγων μύξαν, βλένναν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806.