μυρμηκάνθρωποι

From LSJ
Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκάνθρωποι Medium diacritics: μυρμηκάνθρωποι Low diacritics: μυρμηκάνθρωποι Capitals: ΜΥΡΜΗΚΑΝΘΡΩΠΟΙ
Transliteration A: myrmēkánthrōpoi Transliteration B: myrmēkanthrōpoi Transliteration C: myrmikanthropoi Beta Code: murmhka/nqrwpoi

English (LSJ)

οἱ, A ant-men, title of play by Pherecrates, Ath. 6.229a.

German (Pape)

[Seite 220] οἱ, die Ameisenmenschen, Titel einer Comödie des Pherekrates, Ath. VI, 229.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκάνθρωποι: οἱ, οἱ ἐκ μυρμήκων ἄνθρωποι, ἢ ἄνθρωποι ὡς μύρμηκες, κωμῳδία τοῦ Φερεκράτους, Ἀθήν. 229Α.

Greek Monolingual

μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α)
1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια
2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι
τίτλος κωμωδίας του Φερεκράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος.