παρεγχείρησις

From LSJ
Revision as of 19:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγχείρησις Medium diacritics: παρεγχείρησις Low diacritics: παρεγχείρησις Capitals: ΠΑΡΕΓΧΕΙΡΗΣΙΣ
Transliteration A: parencheírēsis Transliteration B: parencheirēsis Transliteration C: paregcheirisis Beta Code: paregxei/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A encroaching on other people's business, Cic.Att.15.4.3 ; interference, μηδεμιᾷ-ήσει BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, falscher Schluß oder Beweis, Cic. Att. 15, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγχείρησις: ἡ, τὸ ἐπεμβαίνειν εἰς τὰ ἔργα ἄλλου, ἐπιχείρησις ἀναμίξεως εἰς ξένας ὑποθέσεις, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 4, 3· ἡ δι’ ἑτέρων π. Κλήμ. Ἀλ. 896.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α παρεγχειρώ
1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου
2. εσφαλμένος συλλογισμός
3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία.