περίκηπος

From LSJ
Revision as of 20:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκηπος Medium diacritics: περίκηπος Low diacritics: περίκηπος Capitals: ΠΕΡΙΚΗΠΟΣ
Transliteration A: períkēpos Transliteration B: perikēpos Transliteration C: perikipos Beta Code: peri/khpos

English (LSJ)

ὁ, A garden near a town or round a house, PCair.Zen. 193.8 (iii B. C.), PSI5.547.22 (iii B. C.), D.S.34/5.2.13, D.L.9.36 ; opp. παράδεισος, Longus 4.19,28,29. 2 border of a garden-plot, Sch. Ar.V.478, Phot. and Suid. s.v. οὐδ' ἐν σελίνοις.

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, Garten um die Stadt od. das Haus, Sp., vgl. D. L. 9, 36; auch Gang um den Garten herum, Long. 4, 20. 21. – Rand, Einfassung der Gartenbeete, Suid. u. Phot. οὐδ' ἐν σελίνοις; vgl. Schol. Ar. Vesp. 478.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηπος: ὁ, κῆπος περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) δρόμοςχῶρος πέριξ κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ ἄκρα ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον μέρος τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. κήπος στο άκρο πόλης ή γύρω από οικία
2. δρόμος ή χώρος γύρω από κήπο
3. το περικήπιον.

Russian (Dvoretsky)

περίκηπος:
1) сад при доме Diog. L.;
2) загородный сад Diod.