προγεννήτωρ

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγεννήτωρ Medium diacritics: προγεννήτωρ Low diacritics: προγεννήτωρ Capitals: ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΩΡ
Transliteration A: progennḗtōr Transliteration B: progennētōr Transliteration C: progennitor Beta Code: progennh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, in pl., A forefathers, E.Hipp. 1380 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 713] ορος, ὁ, = Vorigem, παλαιοί, Eur. Hipp. 1380.

Greek (Liddell-Scott)

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul.
Étymologie: πρό, γεννάω.

Greek Monolingual

και προγενέτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α
1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης
2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ
3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες
οι πρόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. προηγή-τωρ)].

Greek Monotonic

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγεννήτωρ -ορος, ὁ [πρό, γεννήτωρ] plur. voorouders.

Russian (Dvoretsky)

προγεννήτωρ: ορος ὁ прародитель, предок Eur.

Middle Liddell

προ-γεννήτωρ, ορος, ὁ,
in pl. forefathers, Eur.