συναπεχθάνομαι
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
A become an enemy together, Plu.2.96b.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. ἐχθάνομαι), mit oder zugleich sich verfeinden, Plut. de am. mult. p. 296.
Greek (Liddell-Scott)
συναπεχθάνομαι: ἀποθ., γίνομαι ὁμοῦ ἐχθρός, Πλούτ. 2. 96Α.
French (Bailly abrégé)
se brouiller ensemble.
Étymologie: σύν, ἀπεχθάνομαι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συναπεχθάνομαι: αποθ., εχθρεύομαι κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συναπεχθάνομαι: вместе или одновременно враждовать, проникаться общей ненавистью Plut.