συναφής
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ές, A united, connected, Arist.PA667a7; κόλποι σ. ἀλλήλοις Id.Mu.393a21; ὑμὴν σ. αὑτῷ καὶ ἀστόμωτος Sor.1.57; τὸ ἄλειφα, ἅτε σ. ἐόν cohering, Hp.Morb.4.49; τὰ σ. connected matters, Phld.Oec. p.32 J.; but τὰ ξυναφέα the adjoining parts, Aret.SD1.7; ὁ σ. τόπος the next place, Dion.Byz.35; Gramm., τὸ συναφές A.D.Conj.217.18: c. dat., constructed with, Id.Synt.157.20.
German (Pape)
[Seite 1005] ές, verbunden, zusammenhangend, D. Hal. rhet. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰφής: -ές, ἔχων συνάφειαν, συνηνωμένος, συνεχόμενος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 26· κόλποι σ. ἀλλήλοις ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 8· τὰ ξυναφέα, τὰ συνεχόμενα, τὰ πλησίον ἀλλήλων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ― Ἐπίρρ. συναφῶς, ἕτερ’ ἄττα πολίσματα ἐπὶ τῷδε συναφῶς ἐχειρώσατο Νικήτ. Χρον. σ. 331Β.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις»)
2. φρ. α) «συναφή αδικήματα»
(νομ.) αδικήματα τα οποία διέπραξαν μετά από συμφωνία πολλοί μαζί ταυτόχρονα ή ακόμη και σε διαφορετικά χρονικά ή τοπικά σημεία με σκοπό να επιτευχθεί έτσι η όσο το δυνατόν πιο εύστοχη εκτέλεσή τους
β) «συναφείς δίκες»
(νομ.) δίκες τών συναφών αδικημάτων που επιβάλλουν την εκδίκασή τους από ένα δικαστήριο προκειμένου έτσι να εξασφαλιστεί η καλύτερη διεξαγωγή της ανάκρισης αλλά και ολόκληρης της διαδικασίας εκδίκασής τους
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με κάτι («τὸ συναφές» — το συντασσόμενο, Απολλ. Δύσκ.)
2. (για φάρμακα) αυτός του οποίου τα μόρια έχουν συνοχή μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συναφέα και ξυναφέα
α) όσα αλληλοσχετίζονται, όσα παρουσιάζουν αμοιβαία σχέση
β) όσα βρίσκονται πολύ κοντά το ένα με το άλλο
4. φρ. «συναφὴς τόπος» — αυτός που πρόσκειται, που βρίσκεται κοντά σε έναν άλλο (Διον. Βυζ.).
επίρρ...
συναφώς / συναφῶς ΝΜ
νεοελλ.
αναφορικά, σχετικά με κάτι
μσν.
επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αφής (< ἀφή), πρβλ. ἀν-αφής].
Russian (Dvoretsky)
συνᾰφής: соприкасающийся, смежный (κόλποι ἀλλήλοις συναφεῖς Arst.).