ταριχευτής

From LSJ
Revision as of 12:28, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχευτής Medium diacritics: ταριχευτής Low diacritics: ταριχευτής Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ
Transliteration A: taricheutḗs Transliteration B: taricheutēs Transliteration C: taricheftis Beta Code: tarixeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91. 2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.

Greek Monotonic

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής νεκρών σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχευτής: οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.

Middle Liddell

τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, [from τᾰρῑχεύω]
an embalmer, of mummies, Hdt.