συντέλλω
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
A = συντελέω, prob. in SIG56.4 (Argos, v B.C.).
Greek Monolingual
Α
πιθ. συντελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τέλλω «εκτελώ, αποπερατώνω»].