φλυδαρός

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῠδᾰρός Medium diacritics: φλυδαρός Low diacritics: φλυδαρός Capitals: ΦΛΥΔΑΡΟΣ
Transliteration A: phlydarós Transliteration B: phlydaros Transliteration C: flydaros Beta Code: fludaro/s

English (LSJ)

ά, όν, A soft, flabby, Hp. ap. Gal.19.152.

German (Pape)

[Seite 1293] weich von überflüssiger Nässe, Feuchtigkeit, matschig, wie πλαδαρός, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλῠδᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πλαδαρός, ὑγρός, μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
υγρός ή πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα -αρός (πρβλ. μαδ-αρός, πλαδ-αρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro].