φρεατιαῖος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
α, ον, A belonging to a well or tank, ὕδωρ Hermipp.39, Thphr.CP2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete.353b26.
German (Pape)
[Seite 1304] zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser, Hermipp. bei Ath. IV, 124; Plut. qu. nat. 2 prim. frig. 20.
Greek (Liddell-Scott)
φρεᾱτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φρέαρ ἢ δεξαμενήν, ὕδωρ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3˙ φρ. ὕδωρ, «νερὸν πηγαδήσιον», Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψι» 3˙ φρ. ὕδατα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ῥυτά, Πλούτ. 2. 945C, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. ― Ἀπαντᾷ καὶ ὁ παρεφθαρμένος τύπος φρεατίδιος αὐτόθι 690Β.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de puits.
Étymologie: φρέαρ.
Greek Monolingual
και φρηταῑος, -αία, -ον, Α
1. φρεάτιος
2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» — πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ναματ-ιαῖος)].
Russian (Dvoretsky)
φρεᾱτιαῖος: колодезный (ὕδατα Plut.).