φυγοπτόλεμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, poet. for Φυγοπόλεμος, A shunning war, cowardly, Od.14.213, Q.S.1.740.
German (Pape)
[Seite 1312] poet, statt φυγοπόλεμος, den Krieg scheuend, feig, Od. 14, 213 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φυγοπόλεμος, ὁ ἀποφεύγων τὸν πόλεμον, δειλός, Ὀδ. Ξ. 213, Κόϊντ. Σμ. 1. 740.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit la guerre.
Étymologie: φεύγω, πτόλεμος.
English (Autenrieth)
battle-fleeing, cowardly, Od. 14.213†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος.
Greek Monotonic
φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. αντί φυγοπόλεμος, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
φῠγοπτόλεμος: избегающий войны, уклоняющийся от боя, т. е. трусливый Hom.
Middle Liddell
φῠγο-πτόλεμος, ον, [poetic for φυγοπόλεμος]
shunning war, cowardly, Od.