ψυχρολουσία
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ἡ, A a bathing in cold water, Hp.Mul.2.110, Thphr. Sud.16: pl., D.C.53.30, Sor.1.56.
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, das Baden in kaltem Wasser; Theophr.; plur., D. C. 53, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρολουσία: ἡ, τὸ λούεσθαι ἐν ψυχρῷ ὕδατι, Ἱππ. 638, Θεοφρ. περὶ Ὀσμῶν 16· ἐν τῷ πληθ., Δίων Κάσσ. 53. 30.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ ψυχρολούτης
λούσιμο με κρύο νερό, ιδίως για θεραπευτικούς λόγους
νεοελλ.
μτφ.
1. κατευνασμός ενθουσιασμού, διάψευση ελπίδων, απογοήτευση
2. επίπληξη, κατσάδα.