ἀνυτικός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ή, όν, A = ἀνυστικός, effective, X.Eq.Mag.2.6 (Comp.), Oec.20.22 (Sup.), Plb.8.3.3 (Comp.); λόγοι S.E.M.9.182 (Sup.); of persons, J.BJ5.9.1 (Comp.), 1.17.8 (Sup.). 2 rapid, ἀνυτικωτέραν ποιε̄ν τὴν κίνησιν Arist.PA682b1. Adv.-κῶς [Longin.]Rh.p.190H.
German (Pape)
[Seite 267] = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠτικός: -ή, -όν, = ἀνυστικός, Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) ὁρμητικός, ταχύς, ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui conduit à un résultat, efficace.
Étymologie: ἀνύτω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): át. ἁνυτικός X.Eq.Mag.2.6, Oec.20.22
I 1de cosas efectivo τὸ παραγγέλλειν ... πολὺ ἁνυτικώτερον X.Eq.Mag.l.c., cf. Oec.l.c., S.E.M.9.182, I.BI 5.361.
2 eficiente de pers. καταλιπὼν δὲ τοὺς ἀνυτικωτάτους τῶν ἑταίρων I.BI 1.344.
II rápido ἀνυτικωτέραν ... ποιεῖν τὴν κίνησιν Arist.PA 682b1.
III adv. -ῶς de manera efectiva Longin.Rh.p.190.
Greek Monolingual
ἀνυτικός, -ή, -όν (Α)
1. ανυστικός
2. ορμητικός, ταχύς.
Greek Monotonic
ἀνῠτικός: -ή, -όν = ἀνυστικός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῠτικός: Xen., Arst., Sext. = ἀνυστός.
Middle Liddell
to be accomplished, practicable, Xen.