ἀποθηρίωσις

From LSJ
Revision as of 20:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθηρίωσις Medium diacritics: ἀποθηρίωσις Low diacritics: αποθηρίωσις Capitals: ΑΠΟΘΗΡΙΩΣΙΣ
Transliteration A: apothēríōsis Transliteration B: apothēriōsis Transliteration C: apothiriosis Beta Code: a)poqhri/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A changing into a wild beast, Hsch. s.v. Αἰαίη. II (from Pass.) fury or rage against any one, πρός τινα D.S.34/5.20.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, Verwilderung, Plut.; wüthender Zorn gegen Jemanden, Diod. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς ἄγριον θηρίον μεταμόρφωσις, Ἡσύχ. ἐν λέξει Αἰαίη. ΙΙ. ἐκ τοῦ παθ., ἐξαγρίωσις, πρὸς τινα ἀναφέρεται ὡς ληφθὲν ἐκ τοῦ Διοδ., ἀλλ’ ἄνευ ἀκριβοῦς παραπομπῆς, ἴδε Θησ. Στεφ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rendre sauvage.
Étymologie: ἀποθηριόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 transformación en bestia Hsch.s.u. Αἰαίη.
2 ira, furor πρὸς αὑτόν D.S.Fr.inc.34/35.20.

Greek Monolingual

ἀποθηρίωσις, η (Α)
1. η μεταμόρφωση κάποιου σε θηρίο
2. το να εξαγριωθεί κάποιος, να οργιστεί πάρα πολύ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθηρίωσις: εως ἡ
1) одичание (τῶν ζώων Plut.);
2) раздражение, ярость, ожесточение (πρός τινα Diod.).