ἄχρονος

From LSJ
Revision as of 01:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρονος Medium diacritics: ἄχρονος Low diacritics: άχρονος Capitals: ΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: áchronos Transliteration B: achronos Transliteration C: achronos Beta Code: a)/xronos

English (LSJ)

ον, A without time, instantaneous, Gal.7.448; ἡ ἄ. φύσις Dam.Pr.404; short-lived, of infants, Ptol.Tetr.125, cf. Placit.5.18.6. 2 independent of time, S.E.M.10.225; non-temporal, ἄ. πᾶσα ἡ νόησις Plot.4.4.1. Adv. ἀχρόνως = timelessly, Alex.Aphr.in Mete.129.5, in Sens.135.14, Procl.Inst.124, Herm.in Phdr.p.159 A.; instantaneously, Ph.1.571, al., Them.Or.15.196b.

German (Pape)

[Seite 420] ohne Zeit, ewig, Sp. – Adv., ἀχρόνως, bei Philo neben ἀμελλητί, ohne Zeitverlust.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρονος: -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, βραχύς, Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, αἰώνιος, Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne dure qu’un instant.
Étymologie: ἀ, χρόνος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que dura poco tiempo, de breve o corto tiempo οὕτως ἄχρονα γίνεται ref. a los niños, Ptol.Tetr.3.10.3, δυστυχεῖς καὶ ἀχρόνους Placit.5.18.6, ἡ ἄ. φύσις Dam.in Prm.404.
2 independiente del tiempo, no cíclico ἐπὶ τινῶν μὲν νοσημάτων ἔγχρονος, ἐπὶ τινῶν δὲ ἄ. de la crisis en algunas enfermedades, Gal.7.448, συμπτώματα οὐκ ἄ. S.E.M.10.225
atemporal, eterno ἄ. πᾶσα νόησις Plot.4.4.1, de Dios τῆς ἀχρόνου καὶ ἀνάρχου καὶ ἀγεννήτου ... οὐσίας Eus.E.Th.2.9, de la generación de Cristo, Clem.Al.Strom.6.16.145, ἄ. ... Ὥρη Nonn.D.1.172.
II adv. -ως
1 al punto, instantáneamente συλλαβοῦσα ... ἔτεκεν ὡς ἂν ἀχρόνως de Sara, la esposa de Abraham, Ph.1.571, cf. Them.Or.15.196b
τῆς δ' ὄψεως ἡ ἀντίληψις ἀχρόνως γίνεται Alex.Aphr.in Mete.129.5, cf. in Sens.135.14, Arius Ep.Alex.4, Eust.Ant.Engast.15.
2 atemporalmente πᾶς θεὸς ... γινώσκει, ἀχρόνως δὲ τὰ ἔγχρονα todo dios tiene un conocimiento intemporal de las cosas temporales Procl.Inst.124, cf. Herm.in Phdr.159.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄχρονος, -ον)
αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, αιώνιος
αρχ.-μσν.
1. σύντομος, ολιγοχρόνιος
2. επίρρ. ἀχρόνως
χωρίς καθορισμένα χρονικά όρια.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρονος:
1) кратковременный, недолговечный (δυστυχὴς καὶ ἄ. Plut.);
2) вневременный (συμπτώματα οὐκ ἄχρονα Sext.): ἄ. αἰών Plut. вечность.