ἐνθουσιασμός
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
ὁ, A inspiration, enthusiasm, frenzy, Democr.18, Pl.Ti.71e, Ph.1.535 (pl.), S.E.M.9.20 (pl.); ἄλογος ἐ. Phld.Ir.p.67 W.; produced by certain kinds of music, Arist.Pol.1340a11, 1342a7.
German (Pape)
[Seite 842] ὁ, dasselbe, Plat. Tim. 71 e; nach Arist. Polit. 8, 5 τοῦ περὶ τὴν ψυχὴν ἤθους πάθος ἐστίν; Sp., bes. Plut., πρός τι, für Etwas.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθουσιασμός: ὁ, ἔμπνευσις, ἔκστασις ψυχῆς, ἐνθουσιασμός, διὰ νόσον ἤ τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας Πλάτ. Τίμ. 71Ε προερχόμενος ἔκ τινων εἰδῶν μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 16., 8. 7, 4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 inspiración, posesión divina ποιητὴς δὲ ἅσσα μὲν ἂν γράφῃ μετ' ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἱεροῦ πνεύματος Democr.B 18, del estro oracular τὴν τῆς φρονήσεως ... δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας habiendo desviado la fuerza de la mente o por enfermedad, o por alguna inspiración de un adivino, Pl.Ti.71e, de la pitonisa del oráculo de Delfos, D.S.16.26, como medio de conocimiento, Ph.1.535, ὅ τε ἐ. ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ καὶ τῷ μαντικῷ γένει πλησιάζειν Str.10.3.9, cf. Aristid.Quint.58.2, 16, 21, διὰ τοὺς ἐν τοῖς ὕπνοις γινομένους ... ἐνθουσιασμούς Arist.Fr.10, ἐν ἱεροῖς τὰς ἀναστροφὰς ποιουμένους προφάσει μαντειῶν καὶ ἐνθουσιασμῶν Ptol.Tetr.4.4.3, de los poetas y escritores, Luc.Dem.Enc.5, de la adivinación, procedente ἐξ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἐπιπνοίας Plot.3.1.3, ἐ. καὶ θεοφορία Iambl.Myst.3.4.
2 entusiasmo, exaltación ὁ δ' ἐ. τοῦ περὶ τὴν ψυχὴν ἤθους πάθος ἐστίν el entusiasmo es un estado afectivo del carácter del alma como estado o emoción producido por cierto tipo de música, Arist.Pol.1340a11, cf. 1342a7, ἃ λέγεις ὑπ' ἐνθουσιασμοῦ καὶ πάθους cuanto dices bajo el impulso del entusiasmo y la pasión Longin.15.1, cf. Porph.Plot.15.2, en el combate ἄλογος ἐ. Phld.Ir.32.32.
Greek Monolingual
ο (AM ἐνθουσιασμός) ενθουσιάζω
παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης το συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.)
νεοελλ.
έντονη ορμή προς κάποια επιδίωξη, ζωηρή διάθεση για κάτι ευχάριστο («έσβησε ο ενθουσιασμός του»)
αρχ.
1. έξαλλη κατάσταση, φρενίτιδα που προέρχεται από παραφορά ή από πάθος («ἄλογος ἐνθουσιασμός», Φιλόδ.)
2. ψυχική έξαρση που προκαλείται από μουσικά μέλη.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιασμός: ὁ Plat., Arst., Plut. = ἐνθουσίασις.