ἐνυπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 08:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυπόκειμαι Medium diacritics: ἐνυπόκειμαι Low diacritics: ενυπόκειμαι Capitals: ΕΝΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: enypókeimai Transliteration B: enypokeimai Transliteration C: enypokeimai Beta Code: e)nupo/keimai

English (LSJ)

A subsist in, ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. Hierocl.in CA11p.438M.

German (Pape)

[Seite 860] (s. κεῖμαι), darin, dabei zu Grunde liegen, Hierocl. Stob. fl. app. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυπόκειμαι: ὑπόκειμαι ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807.

Spanish (DGE)

subyacer, estar en la base o ser el fundamento gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus Pyth.Hell.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.in de An.72.31, cf. Hierocl.in CA 11.4.

Greek Monolingual

ἐνυπόκειμαι (Α)
ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι.