ἐπινεφής

From LSJ
Revision as of 09:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεφής Medium diacritics: ἐπινεφής Low diacritics: επινεφής Capitals: ΕΠΙΝΕΦΗΣ
Transliteration A: epinephḗs Transliteration B: epinephēs Transliteration C: epinefis Beta Code: e)pinefh/s

English (LSJ)

ές, A clouded, dark, [[[ἀήρ]]] Arist.Pr.941a5, Thphr.CP5.12.2; ἐπινεφῆ a clouded sky, Id.Vent.51. II. bringing clouds, [[[ἄνεμος]]]ib.4.

German (Pape)

[Seite 965] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; ἄνεμος, Gewölk und Regen bringend, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινεφής: -ές, (νέφος) συννεφής, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, σκοτεινός, ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος (ἄνεμος) αὐτόθι 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς λίπος» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.

Greek Monolingual

ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεφής: облачный (ἀήρ Arst.).