ἡσυχοποιός
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
A silentiarius, Gloss.
Greek Monolingual
ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο-ποιός, κακο-ποιός.