ἰταμεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμεύομαι Medium diacritics: ἰταμεύομαι Low diacritics: ιταμεύομαι Capitals: ΙΤΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: itameúomai Transliteration B: itameuomai Transliteration C: itameyomai Beta Code: i)tameu/omai

English (LSJ)

[ῐ], A to be ἰταμός, interpol. in Jul.Or.7.210c.

German (Pape)

[Seite 1274] ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582.

Greek Monolingual

ἰταμεύομαι (Α) ιταμός
(αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα.