ἱλάειρα

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλάειρᾰ Medium diacritics: ἱλάειρα Low diacritics: ιλάειρα Capitals: ΙΛΑΕΙΡΑ
Transliteration A: hiláeira Transliteration B: hilaeira Transliteration C: ilaeira Beta Code: i(la/eira

English (LSJ)

ἡ, A mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v. l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.

Greek Monolingual

ἱλάειρα, ἡ (Α)
αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «ἱλάειρα φλόξ» β. «ἱλάειρα σελήνη», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -ειρα κατά τα κτεάτ-ειρα, πί-ειρα. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. φλοξ και σελήνη. Βλ. και λ. ιλάσκομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἱλάειρα: ας (ῐλᾰ, v. l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная (φλόξ, σελήνη Emped.).

Frisk Etymological English

ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως See also: s. ἱλάσκομαι.

Frisk Etymology German

ἱλάειρα: ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως
{hiláeira}
See also: s. ἱλάσκομαι.
Page 1,720