ὑπερκέρασις
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
εως, ἡ, A an outflanking on one wing, Plb.1.27.5, Ascl. Tact.10.2, Arr.Tact.29.9, Ael.tact.25.1, 38.1; cf. sq. and ὑπερφαλάγγησις.
German (Pape)
[Seite 1197] ἡ, das Überflügeln, Pol. 1, 27, 5. 11, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκέρασις: ἡ, ὑπερφαλάγγησις, κύκλωσις τοῦ κέρατος (τοῦ στρατοῦ), Πολύβ. 1. 27, 5, κτλ.· πρβλ. ὑπερφαλάγγησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
débordement des ailes ou d’une aile d’une armée.
Étymologie: ὑπερκεράω.
Greek Monotonic
ὑπερκέρασις: ἡ, υπερφαλλαγίζω, κυκλώνω το ένα άκρο, τη μία πτέρυγα, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκέρασις: εως ἡ обход с флангов, фланговый охват Polyb.
Middle Liddell
ὑπερ-κέρασις, εως,
an outflanking on one wing, Polyb.