ὑποκάρδιος

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκάρδιος Medium diacritics: ὑποκάρδιος Low diacritics: υποκάρδιος Capitals: ΥΠΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: hypokárdios Transliteration B: hypokardios Transliteration C: ypokardios Beta Code: u(poka/rdios

English (LSJ)

ον, A in the heart, ἕλκος, ὀργά, Theoc.11.15, 20.17.

German (Pape)

[Seite 1219] unter dem Herzen, am, im Herzen, ἕλκος, ὀργή, Theocr. 11, 15. 20, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ, ἕλκος, ὀργὴ Θεόκρ. 11. 15., 20. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au fond du cœur.
Étymologie: ὑπό, καρδία.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγ-κάρδιος, κατα-κάρδιος].

Greek Monotonic

ὑποκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που βρίσκεται στην καρδιά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκάρδιος: таящийся в сердце (ἕλκος Theocr.).

Middle Liddell

ὑπο-κάρδιος, ον, καρδία
in the heart, Theocr.