Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: μᾰδάσκομαι | Medium diacritics: μαδάσκομαι | Low diacritics: μαδάσκομαι | Capitals: ΜΑΔΑΣΚΟΜΑΙ |
Transliteration A: madáskomai | Transliteration B: madaskomai | Transliteration C: madaskomai | Beta Code: mada/skomai |
= μαδάω (be flaccid, be bald, be moist, be sodden, fall off) 1, of an ulcer, Steph. in Hp. 2.488 D.
μαδάσκομαι (Μ)
(για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης].