βοστρυχώδης
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ες, A curly, γενειάς Philostr.VS2.5.1.
German (Pape)
[Seite 454] ες, lockenartig, geringelt, Philostr. vit. soph. 2, 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
bouclé, frisé.
Étymologie: βόστρυχος, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 rizado γενειάς Philostr.VS 570, cf. VA 3.8, ἕλικες Ael.NA 16.13.
2 βοστρυχῶδες· τὸ [θάλπον ἢ] θάλλον Hsch.
Greek Monolingual
βοστρυχώδης, -ες (AM) βόστρυχος
ο βοστρυχοειδής.