βυρσοτενής

From LSJ
Revision as of 12:46, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοτενής Medium diacritics: βυρσοτενής Low diacritics: βυρσοτενής Capitals: ΒΥΡΣΟΤΕΝΗΣ
Transliteration A: byrsotenḗs Transliteration B: byrsotenēs Transliteration C: vyrsotenis Beta Code: bursotenh/s

English (LSJ)

ές, A = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel.1347 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 468] ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοτενής: -ές, = βυρσότονος, τύμπανα Εὐρ. Ἑλ. 1347.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu de peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, τείνω.

Spanish (DGE)

-ές de piel tensa τύπανα E.Hel.1347.

Greek Monolingual

βυρσοτενής, -ές (Α)
φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» — τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τενής < τείνω.

Greek Monotonic

βυρσοτενής: -ές και βυρσό-τονος, -ον (τείνω), αυτός που έχει τεντωμένο δέρμα πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βυρσοτενής: обтянутый кожей (τύπανα Eur.).

Middle Liddell

τείνω
with skin stretched over it, of a drum, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυρσοτενής -ές en βυρσότονος -ον βύρσα, τείνω met een vel bespannen (van een trommel).