γενεσιακός

From LSJ
Revision as of 21:29, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενεσιακός Medium diacritics: γενεσιακός Low diacritics: γενεσιακός Capitals: ΓΕΝΕΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: genesiakós Transliteration B: genesiakos Transliteration C: genesiakos Beta Code: genesiako/s

English (LSJ)

ή, όν, = γενεθλ-, ἡμέρα Vett.Val.19.27.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
del nacimiento ἡμέρα Vett.Val.19.1, ὥρα Vett.Val.21.23, μοῖρα Vett.Val.28.15
subst. τὸ γ. cumpleaños, BGU 1843.12 (I a.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γενεσιακός, -ή, -όν) γένεσις
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία του κόσμου («γενεσιακές θεωρίες»)
2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση της ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας»)
αρχ.
ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο γενεθλιακός.