δένδρος

From LSJ
Revision as of 13:20, 13 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "prov." to "prov.")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δένδρος Medium diacritics: δένδρος Low diacritics: δένδρος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: déndros Transliteration B: dendros Transliteration C: dendros Beta Code: de/ndros

English (LSJ)

εος, τό, A v. δένδρεον.

German (Pape)

[Seite 546] τό, = δένδρον, als v. l. Her. 6, 79; Sp.; nur der dat. plur. δένδρεσι ist in att. Prosa gewähnlicher als δένδροις, Thuc. 2, 75 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

δένδρος: -εος, τό, ἴδε ἐν λ. δένδρον.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
dat. pl. att. δένδρεσι;
ion. et poét. c. δένδρον.

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Morfología: [plu. dat. δένδρασιν MAMA 1.437]
árbol gener. de bosques naturales ἀναβὰς ἐπὶ δ. Hdt.6.79, δένδρεσί τ' ἐφημένα καρπὸν ἀποβόσκεται de animales, Ar.Au.1066
valorado por sus frutos τῶν δένδρων τὰ ... πολυκαρπήσαντα Arist.GA 750a22, γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι καρπίμοις Philostr.VS 606, σὺν τοῖς ἐνοῦσι δένδρεσιν ἐλαΐνοις πᾶσιν IMylasa 214.13, τὰ ... δένδρεσι καὶ παραδείσοις κεκοσμημένα I.BI 6.6, καταπετὼν ἀπὸ τοῦ δένδρεος IG 42.121.91 (Epidauro IV a.C.), disposiciones legales distintas según la especie ἐλάαν δὲ καὶ [συκῆν φυτεύοντ] α ἐ[ννέα πόδας φυτεύειν ἀπὸ τοῦ ἀλλ] οτρίου (χωρίου), τ[ὰ δ'] ἄλλα δένδρη πέντε [πό] δας PHal.1.99 (III a.C.)
valorado por su frondosidad δένδρεσι κατάσκιος sombreado de árboles Hdt.2.138, ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδρεσίν εἰσι σκιαραί Pl.Lg.625b, cf. D.Chr.7.15
en la guerra περισταύρωσεν αὐτοὺς τοῖς δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν los rodeó (a los enemigos) con una empalizada hecha con los árboles que talaron Th.2.75
en observaciones sobre la vida y morfología vegetal οὐρανός τε γαῖά τ' ... τίκτουσι ... δένδρη E.Fr.484.5, τὰ ... δένδρη ... φυλλοροήσει los árboles ... mudarán las hojas Pherecr.137.9, δένδρεσι παχέσι μὲν οὔ, πυκνοῖς δέ X.An.4.8.2, γίνεται μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τῶν δενδρῶν ἀποφορὰ τῶν ἀνθέων Anon.Lond.33.1, cf. 32.53
dedicados en templos τὰ δένδρη ... τὰ ἐν τῷ ἱαρῷ IG 42.121.121 (Epidauro IV a.C.), ἄλσος ... δένδρεσιν ἀμφιλαφές Call.Cer.26
junto a tumbas με πᾶν δ. χαρίεν περὶ ῥίσκον ἀνέρπει en un epitafio IUrb.Rom.1303f.3 (II d.C.)
en la magia y el mito οἱ παῖδες ... ἐγένοντο δένδρη en una metamorfosis, Ant.Lib.31.5, δένδρεσι ... Περσέαις Hld.8.14.3, δένδρη δ' ὑψικάρην' Orph.H.38.18, prov. δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν Theoc.8.57
fig. dendros alethiae, quod nos dicimus arbor ueritatis Siluia 8.4.

Greek Monolingual

το
βλ. δένδρο.

Greek Monotonic

δένδρος: -εος, τό, βλ. δένδρον.

Russian (Dvoretsky)

δένδρος: εος τό (dat. pl. δένδρεσι) Her. etc. = δένδρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δένδρος -ους, zonder contr. - εος, τό zie δένδρον.