δάσμευσις

From LSJ
Revision as of 21:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσμευσις Medium diacritics: δάσμευσις Low diacritics: δάσμευσις Capitals: ΔΑΣΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dásmeusis Transliteration B: dasmeusis Transliteration C: dasmefsis Beta Code: da/smeusis

English (LSJ)

εως, ἡ, dividing, distributing, X.An.7.1.37.

German (Pape)

[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.

Greek Monolingual

δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.

Greek Monotonic

δάσμευσις: -εως, ἡ (δασμός), μοίρασμα, διανομή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δάσμευσις: εως ἡ разделение, раздел Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.

Middle Liddell

δασμός
a distributing, Xen.