εὐωρία

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωρία Medium diacritics: εὐωρία Low diacritics: ευωρία Capitals: ΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: euōría Transliteration B: euōria Transliteration C: evoria Beta Code: eu)wri/a

English (LSJ)

ἡ, (ὥρα) A fineness of the season, Longus 1.9. II (ὤρα) freedom from care, Sammelb.4324.7.

German (Pape)

[Seite 1111] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. ὀλιγωρία. Über die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωρία: ἡ, (ὥρα) εὐάρεστος ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐωρία· ὀλιγωρία, ἀμέλεια», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».

Greek Monolingual

(I)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]
1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».
(II)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]
η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.