διαυχενίζομαι
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
hold the neck erect, Eun.Hist.pp.263,272 D.
German (Pape)
[Seite 609] den Nacken zurückwerfen, eigtl. von Pferden, u. übertr., sich brüsten; Suid.; Poll. 1, 218.
Greek (Liddell-Scott)
διαυχενίζομαι: ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, Πολυδ. Α΄, 218, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.
Spanish (DGE)
1 intr. enderezar el cuello διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.Hist.67.7
•fig. aspirar a πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.Hist.78.1.
2 tr. enderezar, arreglar ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.Hist.78.2.
Greek Monolingual
διαυχενίζομαι (Α)
1. (για άλογα) υψώνω τον αυχένα
2. (για ανθρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω.