διποδία

From LSJ
Revision as of 12:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διποδία Medium diacritics: διποδία Low diacritics: διποδία Capitals: ΔΙΠΟΔΙΑ
Transliteration A: dipodía Transliteration B: dipodia Transliteration C: dipodia Beta Code: dipodi/a

English (LSJ)

ἡ, A two-footedness, Arist.PA643a3, Plot.6.3.5. II a Lacedaemonian dance, Cratin.162. III in Metric, combination of two feet, Anon.Oxy. 220 viii 1, Heph.4.3, Aristid.Quint.1.24, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διποδία: ἡ, τὸ ἔχειν δύο πόδας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 4. ΙΙ. ὄρχησις Λακωνική, Κρατῖν. Πλούτ. 5. ΙΙΙ. ἕνωσις δύο ποδῶν εἰς ἓν μέτρον, ὡς ἐν τοῖς ἰάμβοις, Λογγῖν. Ἀποσπ. 3. 7, κτλ.

Spanish (DGE)

(δῐποδία) -ας, ἡ
1 hecho de ser bípedo Arist.PA 643a3, Plot.6.3.5.
2 cierto baile laconio, Cratin.173, Poll.4.101, Hsch.
3 longitud de dos pies, IAE 51.8, 13 (III a.C.).
4 métr. dipodia, combinación de dos pies Anon. en POxy.220.8.1, Heph.4.3, Aristid.Quint.48.10, Sch.Pi.O.13T.

Greek Monolingual

η (AM διποδία)
1. το να έχει κανείς δύο πόδια
2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, μέτρο
νεοελλ.
διποδισμός
αρχ.
είδος χορού τών Λακεδαιμονίων.

Russian (Dvoretsky)

διποδία:
1) двуногость (ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.);
2) стих. диподия, сочетание двух стоп;
3) диподия (лаконская пляска).