δυσγράμματος

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσγράμμᾰτος Medium diacritics: δυσγράμματος Low diacritics: δυσγράμματος Capitals: ΔΥΣΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: dysgrámmatos Transliteration B: dysgrammatos Transliteration C: dysgrammatos Beta Code: dusgra/mmatos

English (LSJ)

ον, A hard to write, Aristid.2.360 J. II unlearned, Philostr.VS2.1.10.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de escribir τοὔνομα Aristid.Or.36.109.
2 de pers. iletrado, analfabeto Philostr.VS 558.

German (Pape)

[Seite 677] 1) schwer zu schreiben, Aristid. – 2) ungelehrig, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγράμματος: -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ τοὔνομα καὶ δυσγράμματον μᾶλλον Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. ἀγράμματος ἢ ὀλιγογράμματος, ἀπαίδευτος, Φιλόστρ. 558.

Greek Monolingual

δυσγράμματος, -ον (Α)
1. (για λέξη) αυτή που γράφεται δύσκολα
2. (για άνθρωπο) αγράμματος, απαίδευτος.