εἰσότε
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
for εἰς ὅτε, against the time when, Od.2.99,al.
German (Pape)
[Seite 745] bis daß, Od. 2, 99 getrennt geschrieben, u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσότε: ἀντὶ εἰς ὅτε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, Ὀδ. Β. 99· ἴδε πρόθ. εἰς ΙΙ. 1.
French (Bailly abrégé)
conj.
jusqu’à ce que.
Étymologie: εἰς ὅτε.
Spanish (DGE)
conj. temp. hasta que c. aor. ind. εἰ. κούρη εἵλετ' ... τεύχη de Atenea h.Hom.28.14, εἰ. ... νέκυν κτερέιξεν ὅμιλος A.R.2.857, cf. 4.800, εἰ. Βακχιάδαι ... ἀνέρες ἐννάσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1212, εἰ. ... ἐπὶ τὴν ... ἀτελεύτητον ζωὴν μετεστήσατο Eus.VC 1.9.1, cf. 3.13.2, Soz.HE 3.19.7, 4.23.8.
Greek Monolingual
εἰσότε (Α)
έως ότου, όταν.
Greek Monotonic
εἰσότε: ή εἰςὅτε, μέχρι τη στιγμή που, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσότε: чаще εἰς ὅτε conj. до того как Hom.