ζάλος

From LSJ
Revision as of 23:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάλος Medium diacritics: ζάλος Low diacritics: ζάλος Capitals: ΖΑΛΟΣ
Transliteration A: zálos Transliteration B: zalos Transliteration C: zalos Beta Code: za/los

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, mud, ζ. ἰλυόεις,= βορβορῶδες κῦμα, Nic.Th.568; ζάλον (ζαλόν cod.)· πηλόν, Hsch.: metaph., Lib.Ep.1144.

German (Pape)

[Seite 1136] ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

ζάλος: ὁ, = ζάλη, ζάλος ἰλυόεις, βορβορῶδες κῦμα, Νικ. Θ. 568.

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ ζάλος)
νεοελλ.
1. ζάλη, σκοτοδίνη
«έχει ζάλο στο κεφάλι»
2. ζαλιά, φορτίο
μσν.
βάσανο, σκοτούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους].
(II)
ζάλος, ὁ (Α)
λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].