θάημα

From LSJ
Revision as of 23:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάημα Medium diacritics: θάημα Low diacritics: θάημα Capitals: ΘΑΗΜΑ
Transliteration A: tháēma Transliteration B: thaēma Transliteration C: thaima Beta Code: qa/hma

English (LSJ)

[θᾱ], ατος, τό, Dor. for θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.

German (Pape)

[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.

Greek (Liddell-Scott)

θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.

Greek Monolingual

θάημα, το (Α)
θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θέαμα.

Greek Monotonic

θάημα: -ατος, τό, Δωρ. αντί θέαμα, θαύμα, θέαμα, έκπληξη σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

θάημα: (ᾱ) дор. = θέαμα.

Middle Liddell

θάημα, ατος, τό,
a sight, wonder, Theocr. [doric for θέαμα