κακεργέτης
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ου, ὁ, A evildoer, nickname of Ptolemy Euergetes II, Ath.4.184c:
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.
Greek (Liddell-Scott)
κακεργέτης: -ου, ὁ, κακὰ ἐργαζόμενος, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Ϛ΄ Πτολεμαίου (τοῦ Φύσκωνος) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργέτης, Ἀθήν. 184C· ὡσαύτως κακεργάτης, Νικήτ. Εὐγ. 4. 164· -θηλ. -γάτις ἢ -γέτις, ιδος, Θεμίστ. 33D, Διον. Ἀρεοπ. 441Α.
Greek Monolingual
κακεργέτης και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α)
(ως σκωπτικό όνομα του Πτολεμαίου Ζ' σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β' τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-ερ-γός (< κακ(ο) - + ἔργον), πρβλ. ευ-εργέτης (βλ. και κακο-εργέτις)].