κατάκρασις
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
English (LSJ)
εως, ἡ, A = κατακέρασις, Plu.2.688c, Gal.1.212. II Arith., multiplication, opp. παράθεσις (addition), Theol.Ar.10,12; ἄρσενος καὶ θήλεος κ., i.e. multiplication of two by three, Iamb.in Nic. p.34 P.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, = κατακέρασις, Mischung, neben ἀνάμιξις Plut. Symp. 6, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρᾱσις: -εως, ἡ,= κατακέρασις, Πλούτ. 2. 688C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mélange.
Étymologie: κατακεράννυμι.
Greek Monolingual
κατάκρασις, ἡ (Α) κατακεράννυμι
1. η ανάμιξη
2. ο πολλαπλασιασμός, η αναπαραγωγή.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρᾱσις: εως ἡ смешение Plut.