καταείδω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v. κατᾴδω. καταειδώς, v. κάτοιδα.
German (Pape)
[Seite 1348] ion. = κατᾴδω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταείδω: Ἰων. ἀντὶ κατᾴδω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κατᾴδω.
Greek Monolingual
καταείδω (Α)
(ιων. τύπος) βλ. κατάδω.
Greek Monotonic
καταείδω: Ιων. αντί κατᾴδω.
Russian (Dvoretsky)
καταείδω: ион. = κατᾴδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταείδω zie κατᾴδω.