κισσοποίητος
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
English (LSJ)
ον, made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
Greek Monolingual
κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).