κοπιώδης

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπιώδης Medium diacritics: κοπιώδης Low diacritics: κοπιώδης Capitals: ΚΟΠΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kopiṓdēs Transliteration B: kopiōdēs Transliteration C: kopiodis Beta Code: kopiw/dhs

English (LSJ)

ες, A = κοπώδης, Hp.Epid.1.26.5, Arist.Pr.885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.Prorrh.1.142, Gal.7.626.

Greek (Liddell-Scott)

κοπιώδης: -ες, = κοπώδης (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ ἀναγνωστέον), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α κοπιώδης, -ῶδες) κοπιώ
1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)
2. οχληρός, φορτικός.
επίρρ...
κοπιωδώς
κοπιαστικά, κουραστικά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.

Russian (Dvoretsky)

κοπιώδης: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).