λαγαρύζομαι
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
v. λαγαρίζομαι.
German (Pape)
[Seite 3] s. λαγαρίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγᾰρύζομαι: ἴδε ἐν λέξ. λαγαρίζομαι.
Greek Monolingual
λαγαρύζομαι (Α)
βλ. λαγαρίζομαι.