κόρευμα

From LSJ
Revision as of 13:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρευμα Medium diacritics: κόρευμα Low diacritics: κόρευμα Capitals: ΚΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: kóreuma Transliteration B: koreuma Transliteration C: korevma Beta Code: ko/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, A = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.

Greek (Liddell-Scott)

κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.

Greek Monolingual

κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῦδ' ἀνδρός», Ευρ.).

Greek Monotonic

κόρευμα: τό = κορεία, παρθενία, σε Ευρ., στον πληθ.

Russian (Dvoretsky)

κόρευμα: ατος τό pl. девственность Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει ’ ἔλυσ ’ ἐγὼ κορεύματ ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.

Middle Liddell

κόρευμα, ατος, τό,
= κορεία, maidenhood, Eur., in plural [from κορεύομαι