νεωκορία

From LSJ
Revision as of 08:14, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " of a]]" to "]] of a")

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωκορία Medium diacritics: νεωκορία Low diacritics: νεωκορία Capitals: ΝΕΩΚΟΡΙΑ
Transliteration A: neōkoría Transliteration B: neōkoria Transliteration C: neokoria Beta Code: newkori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).

Greek (Liddell-Scott)

νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.

Greek Monolingual

η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.

Greek Monotonic

νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.

Middle Liddell

νεωκορία, ἡ, [from νεωκόρος
the office of a νεωκόρος, Anth.