Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηκάς

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάς Medium diacritics: μηκάς Low diacritics: μηκάς Capitals: ΜΗΚΑΣ
Transliteration A: mēkás Transliteration B: mēkas Transliteration C: mikas Beta Code: mhka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A bleating one, in Hom. always of goats, in pl., μ. αἶγες Il.11.383, Od.9.124, 244, al., cf. Antiph. 1,52.8; also μ. ἄρνες E.Cyc.189. II as Subst., = αἴξ, S.Fr.509, AP9.123 (<Leon.>); λευκὴ μ. Luc.D DMeretr.7.1: pl., Theoc.1.87,5.100.

German (Pape)

[Seite 171] άδος, ἡ, von dem Vorigen, die meckernde, bei Hom. stets μηκάδες αἶγες, Il. 11, 383. 23, 31 Od. 9, 124. 244; Pind. Ol. 1, 182; Antiphan. com. Ath. X, 449 c; ἀρνῶν μηκάδων τροφαί, Eur. Cycl. 188; Soph. auch von Ochsen, brüllend, frg. 122. – Substantivisch ἡ μηκάς, Luc. D. Mer. 7, wie αἱ μηκάδες, Theocr. 1, 87. 5, 100.

Greek (Liddell-Scott)

μηκάς: -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς μετέπειτα, μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
1 qui bêle : ἡ μηκάς, chèvre ; rar. brebis;
2 qui mugit : ἡ μηκάς, taurelle.
Étymologie: cf. μηκάομαι.

English (Autenrieth)

άδος (μηκάομαι): bleating (of goats).

Greek Monolingual

μηκάς -άδος, ἡ (Α)
1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει
2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< μηκ-άδ-ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. θέμα του μηκάζω, πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -άς (πρβλ. δορκ-άς, κεμ-άς)].

Greek Monotonic

μηκάς: -άδος, ἡ, αυτή που βελάζει, λέγεται για θηλυκές κατσίκες, σε Όμηρ.· μεταγεν., μηκάδες ἄρνες = βληχάδες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μηκάς: II дор. v. l. μᾱκάς, άδος ἡ
1) коза или овца Theocr., Luc.;
2) телка Soph.
άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.).

Middle Liddell

μηκάς, άδος,
the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, = βληχάδες, Eur. [from μηκάομαι